τυμπανικῶν — τυμπανικός suffering from fem gen pl τυμπανικός suffering from masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανικόν — τυμπανικός suffering from masc acc sg τυμπανικός suffering from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανικοῦ — τυμπανικός suffering from masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανικούς — τυμπανικός suffering from masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανικῷ — τυμπανικός suffering from masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek
ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… … Dictionary of Greek
σκοδικός — ή, ό, Ν φρ. «σκοδικός ήχος» ιατρ. (παλ. όρος) ελαφρός τυμπανικός ήχος που παράγεται κατά την επίκρουση τής κορυφής πνεύμονα και ο οποίος παρατηρείται σε περίπτωση πλευρίτιδας με εξίδρωμα μέσης ποσότητας … Dictionary of Greek
τυμπανισμός — ο, ΝΜΑ [τυμπανίζω] η κρούση τύμπανου, τυμπανοκρουσία, η οποία κατά την αρχαιότητα γινόταν κυρίως στις τελετές προς τιμήν τής Κυβέλης και τού Διονύσου νεοελλ. 1. ήχος τύμπανου 2. (ιατρ. κτην.) α) ο τυμπανικός ήχος που παράγεται κατά την επίκρουση… … Dictionary of Greek